- ψωμόδουλος
- ὁ, Αδούλος μιας μπουκιάς ψωμιού, ἐνθεσίδουλος*, κοιλιόδουλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «μπουκιά, κομμάτι» + δοῦλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωμόδουλος — a slave to morsels of food masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθεσίδουλος — ἐνθεσίδουλος, ο (Μ) ψωμόδουλος, δούλος τών ενθέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένθεσις + δούλος] … Dictionary of Greek